παρασημασία

παρασημασία
ἡ, Α
1. ένδειξη, δείγμα, σημάδι
2. σημείωση, παρατήρηση στο περιθώριο
3. καλή φήμη, ανάμνηση, αναφορά («γυνὴ ἀξία παρασημασίας», Πολύβ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρασημασίας — παρασημασίᾱς , παρασημασία indication fem acc pl παρασημασίᾱς , παρασημασία indication fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”